- διαθλαστικός
- η , ό[ν] физ. преломляющий
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
διαθλαστικός — ή, ό 1. αυτός που έχει την ιδιότητα να διαθλάται 2. αυτός που προκαλεί διάθλαση («διαθλαστικό πρίσμα»). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1840 στον Ξαβέριο Λάνδερερ] … Dictionary of Greek
διαθλαστικός — ή, ό αυτός που προκαλεί διάθλαση: Τα γνωστότερα διαθλαστικά σώματα είναι τα πρίσματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)